- οδοντογλύφανο(ν)
- το бормашина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδοντογλύφανο — το ποδοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο οδοντιατρικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό, την απόξεση τών δοντιών ή τη διάνοιξη κοιλοτήτων σ αυτά προκειμένου να τοποθετηθεί το σφράγισμα, κν. τροχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλύφανο] … Dictionary of Greek